- γλάκημα
- και λάκημα, το [γλακώ]φευγιό, φευγάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλάκημα — το βλ. λάκημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάκημα — το (AM λάκημα) [λακώ] νεοελλ. 1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή 2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια αρχ. 1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο 2. φρ. «ὄρους λάκημα» ρήγμα όρους, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με… … Dictionary of Greek
λάκισμα — το (Α λάκισμα) [λακίζω] νεοελλ. γλάκημα, τροπή σε φυγή αρχ. κομμάτι από σχισμένο πράγμα, ξεσκλίδι, ράκος («τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν εἱμένην χρόα πέπλων λακίσματ , ἀδόκιμμ ὀλβίοις ἔχειν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
λάκημα — λάκημα, το και γλάκημα, το, ατος 1. η γρήγορη φυγή. 2. μτφ., η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή από ιδιοτέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)